- καλυτέρευμα
- καλυτέρευση [-ις (-εως)] η улучшение;
καλυτέρευμα των σχέσεων μας — улучшение наших взаимоотношений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλυτέρευμα των σχέσεων μας — улучшение наших взаимоотношений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.